- πηνίζομαι
- και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγνενεργτ. πηνίζω Α [πήνη]1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηνιζόμενον — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres part mp masc acc sg πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνιεῖται — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof fut ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνίζεται — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνίσασθαι — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek
πήνισμα — τὸ, Α [πηνίζομαι] 1. το νήμα που είναι περιτυλιγμένο στο μασούρι, το υφάδι 2. ύφασμα («ἱστότονα πηνίσματα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
πανίσδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. πηνίζομαι … Dictionary of Greek
πηνώμαι — άομαι, Α [πήνη] πηνίζομαι* … Dictionary of Greek
πανίσδεται — πᾱνίσδεται , πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres ind mp 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρπανισοῖο — παρπᾱνισοῖο , παρά πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof fut opt mp 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)